Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

"ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΝΑΚΡΙΒΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ" ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΤΗΣ UNESCO ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗ ΜΠΕΚΙΑΡΗ


Να ξαναγυρίσουμε στο παρελθόν: Είναι μια αναχρονιστική απόπειρα καταδικασμένη από το σημερινό σύγχρονο πνεύμα και την σημερινή εποχή. Κι όμως η απόπειρα αυτή εκδηλώνεται μόνη της κάποτε και μας ξαναφέρνει πίσω σε κάποια λησμονημένη εποχή. Έτσι χθες μέσα σε κάποιο ακούσιο ίσως ρεμβασμό αναπόλησα τον παλιό καιρό. Και τον έζησα σ’ ένα γρήγορο έστω νοερό πέρασμά του.

Το χωριό μου είχε το δικό του ξεχωριστό χρώμα τότε. Τα παλιά σπίτια του, οι αυλές του εκεί στις γειτονιές και στα στενά δρομάκια του, τα χαγιάτια με τις γλάστρες του βασιλικού και της μολόχας συνθέτανε ένα διαφορετικό πίνακα κάτω από τον οποίο το χωριό έπαιρνε μια μορφή ελαφρώς ειδυλλιακή. Αυτή η εποχή την χθεσινή ημέρα πέρασε από τη μνήμη μου σαν ένας φωτεινός οραματισμός. Χωρίς νοσταλγία στο παρελθόν η συγκίνηση της εποχής ύψωσε ένα ελαφρό παλμό. Η αναπόληση δεν αποτελεί παρελθοντολογία πάντοτε. Ούτε εκδήλωση νοσηρού ρομαντισμού. Είναι δροσερός ανασαμός μέσα σε μια φλογερή αποπνικτική ατμόσφαιρα.

Θα ήμουν οκτώ χρονών παιδάκι τότε και το θυμούμαι ζωηρά σαν να είναι τώρα. Έτσι, όταν είμαστε μικροί μας εντυπώνονται και πράγματα και εικόνες που δεν τις λησμονούμε σε όλη μας τη ζωή.
Όλοι οι ηλικιωμένοι του κάτω μαχαλά, οι δάσκαλοι των παιδικών μου χρόνων, συχνά έστηναν τον χωρατά στη ρίζα της καρυδιάς μας. Σήμερα πρωταγωνιστής είναι ο Σπυράκος και η Μαρία ενώ αφηγητής ο μπάρμπα Θανάσης.

Έπρεπε η μάνα της να της επισημάνει τη συχνή παρουσία του Σπυράκου στο μπακάλικο της γειτονιάς απέναντι από το σπίτι τους. Δεν της προξένησε καμία αναστάτωση όσο η μάνα της δεν της επεσήμαινε πως βρισκόταν εκεί για πολλές εβδομάδες. Ύστερα όταν τον είδαν και τις Κυριακές, βγαίνοντας από τη λειτουργία, η μάνα πείστηκε πως τόσες συναντήσεις δεν μπορεί να ήταν τυχαίες. Η μητέρα της είχε ένα ένστικτο για τη ζωή και μια κλίση για συνενοχή που ήταν οι μεγαλύτερες αρετές της. Και μόνο η ιδέα πως ένας άντρας ενδιαφερόταν για την κόρη της της προκαλούσε τρομερή συγκίνηση. Η Μαρία ωστόσο δεν είχε ούτε την απλή περιέργεια για τον έρωτα και το μόνο που ένιωθε για το Σπυράκο ήταν λίγος οίκτος, γιατί της φαινόταν άρρωστος.

Η Κυριακή ήταν για τη μοναχοκόρη της ένα καταφύγιο όλο κατανόηση και τρυφερότητα. Εκείνη μόνη της την είχε μεγαλώσει μετά το θάνατο του άντρα της και σε σχέση με το Σπυράκο φερόταν περισσότερο σαν συνένοχη παρά σαν μάνα. Έτσι η εμφάνιση του Σπυράκου ήταν για εκείνες ακόμα μια από τις ιδιαίτερες διασκεδάσεις που είχαν εφεύρει για να περνούν τις ώρες τους. «Πάλι στο μπακάλικο είναι», έλεγε αυτή που τον ανακάλυπτε πρώτη, συγκρατώντας τα γέλια της, πριν εκείνος σηκώσει το βλέμμα του και δει τις δυο άκαμπτες γυναίκες, που απομακρυσμένες από τη ζωή του περνούσαν μπροστά του χωρίς να τον κοιτάξουν. Ποτέ δεν κατάλαβε πότε η διασκέδαση μεταμορφώθηκε σε ανησυχία και τα πόδια της κόβονταν από την ανυπομονησία να τον δει. Μια νύχτα ξύπνησε τρομοκρατημένη γιατί τον είχε δει να την κοιτάζει, μες στο σκοτάδι από την άκρη του κρεβατιού. Τότε ευχήθηκε μ’ όλη της την καρδιά να γίνει κάποτε γυναίκα του.

Η αγωνία της είχε μεταβληθεί σε απελπισία, όσο πλησίαζαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, γιατί αναρωτιόταν απαρηγόρητη τι θα έκανε για να τον βλέπει τις δεκαπέντε αυτές ημέρες που δεν θα πήγαινε σχολείο. Τα ερωτηματικά παρέμειναν χωρίς απάντηση μέχρι το βράδυ των Χριστουγέννων, όταν στη λειτουργία τα μεσάνυχτα, ανατρίχιασε με την αίσθηση πως εκείνος την κοίταζε μέσα από το πλήθος η ανησυχία αυτή της έκοψε τη χολή. Δεν τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι, όμως μέσα στην ανακατωσούρα, την ώρα της εξόδου, τον ένιωσε τόσο κοντά της, τόσο ξεκάθαρα μέσα στη φασαρία, που όταν έβγαινε από την εκκλησία, μια ακαταμάχητη δύναμη την υποχρέωσε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της βλέποντας, δύο πιθαμές από τα μάτια της, τ’ άλλα παγωμένα μάτια, το πελιδνό πρόσωπο, τα πετρωμένα από τον τρόμο του έρωτα χείλια.

Την ημέρα που ο Σπυράκος την είδε για πρώτη φορά, η μητέρα του το κατάλαβε πριν της το πει, γιατί είχε χάσει τη φωνή του και την όρεξή του και περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος, στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι του.
Η επόμενη χρονιά ήταν τρελού έρωτα! Και οι δυο τους ζούσαν για να σκέφτονται ο ένας τον άλλον, να ονειρεύονται ό ένας τον άλλον. 
Επρόκειτο να συμπληρώσουν ένα χρόνο φρενιασμένης αλληλογραφίας, όταν ο Σπυράκος, σ’ ένα γράμμα με μια μόνο παράγραφο, έκανε στη Μαρία επίσημη πρόταση γάμου. Πανικόβλητη το είπε στη μάνα της κι εκείνη ανάλαβε να τη συμβουλεύσει με το θάρρος και τη διαύγεια που δεν είχε στα δεκαοκτώ της χρόνια, όταν βρέθηκε αναγκασμένη ν’ αποφασίσει για την ίδια της την τύχη.
«Απάντησέ του ναι», της είπε. «Ακόμα κι αν μετανιώσεις αργότερα, γιατί έτσι κι αλλιώς, θα μετανιώνεις μια ολόκληρη ζωή αν του απαντήσεις όχι».

Ο Σπυράκος δεν ήταν έτοιμος να πάρει τέτοια απάντηση, η μητέρα του όμως την περίμενε. Γρήγορα λύθηκε η πρακτική πλευρά του αρραβώνα. Η Μαρία δέχθηκε την προθεσμία του ενός χρόνου με απόλυτη επιφύλαξη και πρότεινε να ζητήσει το χέρι της όταν εκείνη θα είχε τελειώσει το γυμνάσιο.
Μετά τον ένα χρόνο γάμου η ζωή του Σπυράκου είχε αλλάξει. Ο έρωτας που έβρισκε ανταπόκριση, του είχε δώσει μια σιγουριά και μια δύναμη που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει και ήταν τόσο ικανός στη δουλειά του.

Ο Σπυράκος έγινε για τον κόσμο ήρωας εκείνες τις καταραμένες μέρες της φυματίωσης και το πιο διάσημο θύμα της. Όταν αναγνώρισε πάνω του την αθεράπευτη πάθηση που είχε δει και συμπονέσει στους άλλους, δεν προσπάθησε να δώσει ούτε μια ανώφελη μάχη, αλλά απομακρύνθηκε από τον κόσμο για να μην κολλήσει κανέναν. Κλεισμένος μονάχος, σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του παρέμενε απόμακρος και κουφός στις επικλήσεις της μάνας του. Έτσι κυλούσαν οι μέρες του ανήμπορου πλέον Σπυράκου, την σημερινή όμως νύκτα τα παράξενα όνειρα δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι.

Τα μάτια του παράξενα μεγαλωμένα, αντίθετα με το πρόσωπο που είχε σωθεί από την αρρώστια, λάμπανε και γοργοπαίζανε μέσα στις κόγχες. Χρόνος ολάκερος πάνω στο στρώμα. Χρόνο ολάκερο το σκουλήκι της άτιμης αρρώστιας του βύζαινε τη ζωή, του ρούφαγε το αίμα. Τόσο, που το γερό και σφιχτοδεμένο κορμί, έγινε μια ασπροκίτρινη επιδερμίδα πάνω σε κόκαλα. Κι όλο από χειρότερα σε χειρότερα. Όμως τούτη τη νύχτα ήταν σαν ησυχασμένος. Ούτε ο βαρύς – σαν βραχνάς ύπνος – ήρθε, ούτε ο βήχας να του ξεσκίσει το στήθος. Έμεινε έτσι ακίνητος και εξαϋλωμένος, ανάμεσα ζωής κι ανυπαρξίας από το βράδυ ως το ξημέρωμα. Ούτε η φλόγα του πυρετού ούτε η άσβεστη δίψα, του βασάνισαν το κορμί. Τα μέλη του, ήταν ξένα, μουδιασμένα, ακίνητα.

Το ξημέρωμα για πολλοστή φορά τον επισκέφτηκε ο αγροτικός γιατρός που είχε αναγνωρίσει πάνω του την αθεράπευτη πάθηση αλλά όπως σχεδόν κάθε πρωί επισκέφτηκε τον άρρωστο περισσότερο για να συμπονέσει τη μάνα του. Ήταν ανώφελο να προσπαθήσει για μια ακόμη μάχη ταλαιπωρώντας τον άρρωστο.

Όλη η ζωή του Σπυράκου είχε μαζευτεί μονάχα στη σκέψη του. Εκεί μέσα στο νου του, ξεκαθαρισμένα και γοργά είχαν μαζευτεί όλες οι λαχτάρες των είκοσι οχτώ χρόνων. Πάθος για τη ζωή, καημός για την αγάπη, θλίψη για τ’ άρρωστα νιάτα του. Ας ήταν να πεταχτεί και την ώρα τούτη στις αντικρινές ραχούλες, να κυνηγήσει πετροπέρδικες κι΄ αγριοπερίστερα, όπως τόσες και τόσες φορές. Ας ήταν την ώρα αυτή της χαραυγής, ν’ αγκαλιάσει πάλι τρυφερά, την ολόξανθη κοπέλα που θα γλυκοξυπνούσε δίπλα του σαν ευωδιασμένο τριαντάφυλλο….

Ας ήταν …. κι ας ήταν ….. Καλπάζοντας οι φλογερές θύμησες, από τη νωπή ακόμα ζωή του, ποτάμι ακράτητο οι επιθυμίες της καρδιάς του τον πλημμύριζαν πιότερο από κάθε άλλη φορά. Όμως το κορμί του ήτανε ξένο και αγνώριστο. Δεν το κυβερνούσε. Ούτε ν’ ανασηκωθεί καν μπορούσε, να κοιτάξει από το παράθυρο, τις ακρούλες των βουνών που αυτή τη στιγμή βάφονταν χρυσοκόκκινες.
Μέχρι σήμερα η μάνα του Σπυράκου σκέφτονταν το θάνατο σαν μια δυστυχία που συνέβαινε στους άλλους, στους πατεράδες των άλλων, στ’ αδέλφια και στους ξένους συζύγους, αλλά όχι στους δικούς της.

Ωστόσο, το πρώτο σημάδι του θανάτου το πήρε ο Σπυράκος στα οχτώ ή στα εννέα του μέσω του θανάτου του ίδιου του πατέρα του. Και οι τρεις τους ήταν καθισμένοι στον ίσκιο της βελανιδιάς στο καπνοχώραφο για το μεσημεριανό δείπνο τους. Εκείνος ζωγράφιζε κορυδαλλούς στο χώμα κι ο πατέρας του με ξεκούμπωτο το πουκάμισο ατένιζε την καταπράσινη πλαγιά του Βερτίσκου. Ξαφνικά ζήτησε από το μικρό Σπυράκο να του ξύσει την πλάτη με το μπασκί, κι εκείνος πρόθυμα το έκανε, έχοντας την παράξενη αίσθηση ότι όσο έξυνε δεν ένιωθε το ίδιο του το σώμα. Στο τέλος ο πατέρας τον κοίταξε πάνω από τον ώμο του μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο.

«Αν εγώ πεθάνω τώρα», του είπε «μόλις και θα με θυμάσαι όταν θα φτάσεις στην ηλικία μου».
Το είχε πει χωρίς κανένα φανερό λόγο κι ο άγγελος του θανάτου φτερούγισε για μια στιγμή στη δροσερή σκιά κι ύστερα εξαφανίστηκε αφήνοντας στο πέρασμά του μια σειρά από φτερά, που το παιδί όμως δεν είδε. Πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια από τότε κι ο Σπυράκος γρήγορα θα έφτανε στην ηλικία που είχε ο πατέρας του εκείνο το μεσημέρι. Ήξερε πως ήταν ακριβώς σαν κι εκείνον και σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση προστέθηκε η συνταρακτική αίσθηση πως ήταν τόσο θνητός όσο εκείνος.

Η πλάση είχε άνοιξη. Το φως της μέρας ανάβλυζε πίσω από τις βουνοκορφές. Ένα χρώμα χρυσαφί αραίωνε ολοένα το σκοτάδι, κι’ η γη ανάσαινε χαρούμενη. Μια χαρά πεταλούδιζε στο σύθαμπο, αγγίζοντας με τα φτερά τη ψυχή του. Η νιότη για τελευταία φορά, ένιωθε το γλυκό της ζωής σκίρτημα εκεί στην άκρη του νεκροκρέβατου, και η φωνή του ακούστηκε αδύναμη και παρακαλεστική, τούτη τη πλανεύτρα στιγμούλα.

Η μάνα του ήταν μαζεμένη στην άκρη του κρεβατιού με το κεφάλι σκυμμένο και με τα χέρια της αγκάλιαζε τα πόδια του, σαν για να τα ζεστάνει. Σήκωσε τα θολά από τα δάκρυα και τις ξαγρύπνιες μάτια, και κοίταξε τ’ άρρωστο παιδί της, πού’ χε το βλέμμα στυλωμένο στο παράθυρο. Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής κι’ απόγνωσης κι ύστερα σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. Ενώ σιγομουρμούρισε με φωνή όσο μπορούσε πιο απαλή, γιατί η καρδιά που θα τη δεχότανε ήταν διπλά πληγωμένη. Από την αρρώστια κι’ από την αγάπη. Ένα δάκρυ κύλησε στο προσκέφαλο. Όμως η φωνή τώρα έσπασε. Το κύμα του πόνου, ορμητικό έσφιγγε το στήθος κι’ οι λυγμοί ανέβηκαν κι’ έφραξαν το λαιμό. Πετάχτηκε έξω από την κάμαρα, πήρε κατρακυλώντας τη σκάλα και κλείστηκε στο κατώγι του σπιτιού. Από κει κάτω δε θα μπορούσαν να φτάσουν οι θρήνοι κι’ οι κατάρες ως το κρεβάτι του παιδιού της. Εκεί μέσα ολομόναχη, έκλαψε και καταράστηκε την αρρώστια, τη μοίρα και πιο πολύ την άπονη νύφη της. «Πέτρα είχε στην καρδιά της» η άσπλαχνη, «σίδερο είχε στα στήθια της», κι εκείνη κι η μάνα της. Σαν αρρώστησε ο Σπυράκος κι’ άρχισε να φτύνει αίμα, τον εγκατέλειψε κατατρομαγμένη.

Να μη σου κακοφανεί συμπεθέρα θα την πάρω την κοπέλα μου. Είκοσι χρονών είναι πάνω στον ανθό της. Μάνα είσαι και συ, μάνα κι εγώ, θα με νιώσεις - Άστηνε χριστιανή μου, μη με σπαράζεις πιότερο κι’ ο γιος μου της έχει αδυναμία. Άστην και τη βάζω σ’ άλλη κάμαρα. Έχει πολλές το έρημο - Τίποτε, σίδερο και δε λυγούσε. Όχι, θέλει να φύγει κι’ η ίδια, αν απομείνει θ’ αρρωστήσει από την ιδέα. Την έπιασε ένας φόβος σαν τρέλα. Θα την πάρω συμπεθέρα, κι’ όταν γίνει καλά ο άντρας της έρχεται πίσω. Τι έκανε λέει; Έρχεται πίσω; Αυτό πια είναι που είναι. Στο σόι μας εμείς δεν το συνηθίζουμε αυτό να φεύγουν οι νυφάδες και να’ ρχονται πίσω. Δε φταίτε σεις, φταίει ο γιος μου, π’ αγάπησε κι έφερε στ’ αρχοντικό μου μια φτωχούλα και παρακατιανή. Θα σε τιμήσει περισσότερο μάνα μου έλεγε. - Ας γίνει εκείνος καλά και παίρνει την καλύτερη. Όμως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα. Ούτε ο Σπυράκος αν γινότανε καλά μπορούσε να βγάλει την Μαρία από την καρδιά του, που ήτανε ξανθιά κι’ όμορφη σαν τις νεράιδες. Τώρα εκεί μέσα στο σκοτεινό υπόγειο ο πόνος της μάνας ξεσπούσε ασυγκράτητος κι οι κατάρες πέφτανε απανωτά. 
Τ’ αναλογιζόταν όλα, ένα προς ένα. - Σύρε μάνα μου να τη φέρεις να τη δω μια στιγμούλα εκεί στην πόρτα και να φύγει πάλι. Σύρε μάνα, πες της να βάλει τα καλά της, να δέσει και τις πολύχρωμες κορδέλες στις ξανθές πλεξούδες και να έρθει να τη δω. - Και πήγαινε η βαριόμοιρη, μια παλιά αρχόντισσα στο καλυβόσπιτο και ζητιάνευε μια στάλα αγάπης για το μονάκριβο παιδί της. Και να πεις δεν τον πονούσε κι’ αυτή; Έκλαιγε η προκομμένη και ρωτούσε με λαχτάρα, αλλά δεν ερχότανε. Όλο αύριο κι αύριο. Κι ένα βράδυ που την έφερε κουβεντιάζοντας και ξεγελώντας την ως το κατώφλι, γλίστρησε τρομαγμένη κι έγινε άφαντη, σαν δοκίμασε να την τραβήξει μέσα. Λες κι ήταν θεριό η αρρώστια και θα την έτρωγε.
Κι ύστερα τι να πεις; Καρτερούσε με τη ματιά στυλωμένη στην πόρτα της πότε θα περάσει η πεθερά της, να ρωτήσει για τον άρρωστο. Τι ν’ απαντήσεις σε κείνη την απελπισμένη ματιά; Ανάθεμά την την άσπλαχνη. Τώρα, όλα θα πάρουν τέλος. Ώρα την ώρα, τελειώνεις λεβέντη μου. Ας κάνει πως έρχεται η άσπλαχνη όταν με βρει ο χαλασμός και κουβεντιάζουμε. Έξω από δω άπονη, έξω! Εσύ δεν είσαι η γυναίκα του, είσαι ο φονιάς του.

Ο ήλιος είχε ανατείλει όταν η μάνα του μπήκε στην κάμαρα. Κοντοζύγωσε αλαφροπατώντας, το κρεβάτι. Τα μάτια του γιου της ήταν ορθάνοιχτα, στυλωμένα στο παράθυρο. Κοιτούσανε ακόμα αχόρταγα το φως της μέρας. Το μέτωπο, τα χέρια, παγωμένα. Άπλωσε τα τρεμάμενα δάκτυλα στα μάτια και βάλθηκε να τα κλείσει. Σμίγανε οι μακριές βλεφαρίδες, σταυρώνανε και πάλι ξετυλίγονταν με πείσμα κι αφήνανε τα μάτια ανοιχτά. Σα να μην ήθελαν να βυθιστούνε στο σκοτάδι. Πάσχισε πολλές φορές. Ύστερα πήρε από το εικονοστάσι ένα κερί, το άναψε κι έσταξε από μια σταγόνα λιωμένο κερί στο κάθε ματόφυλλο. Τα μάτια τα οποία στην πολύχρωμη δύση ονειροπολούσαν προ ολίγου την εγκαρτέρηση και την ελπίδα, τώρα αισθανόταν την κόπωση ενώ έκλεισαν σε ένα θρήνο μυστικό. Τα κουρασμένα βλέφαρά του, τα οποία με πολύ κόπο προ ολίγου κρατούσε ανοικτά, σφάλισαν τα μάτια του και απεκοιμήθη ήσυχα, ενώ τα χείλη του ψιθύριζαν ακόμη κάποια ποιος ξέρει μυστική προσευχή.

Σαν μοσχοβόλα πέταλα μεγάλου γιασεμιού σφάλισαν τα ήρεμα βλέφαρά του και όνειρα γλυκά ποίκιλαν στους συλλογισμούς του. Η μελαγχολία τώρα βρήκε καταφύγιο στων κλειστών ματιών του το εκπλήσον αλλά γλυκό έρεβος. Η εμπνευσμένη σβησμένη ματιά του έχει δεχθεί κάθε ακτίνα πίκρας και τα σφραγισμένα χείλη του κάποια απαλή κρυμμένου πόνου πτυχή.

Τον έπλυνε με ροδόσταμο, τον έντυσε τα γαμπριάτικα κι αρχίνησε να τον μοιρολογάει.
Σε λίγο το σπίτι γέμισε κόσμο. Οι καμπάνες χτυπούσαν, λυπητερά. Οι γυναίκες θέρισαν τις αυλές τους, και φέρανε τα λουλούδια στο νεκρό παλικάρι. Πήγε κι η Μαρία με τη μάνα της. Στα μαλλιά της, είχε ριγμένο μαύρο μαντήλι, τραβηγμένο χαμηλά ως τα μάτια. Έτρεμε σαν το φύλλο. Μπήκε με λυγμούς, έσκυψε πάνω στο λείψανο και μούσκεψε τα παγωμένα χέρια με καφτά δάκρυα. Η μάνα εκεί δίπλα, με μάτια θολά, κοιτούσε μια τα δάκρυα της νύφης της πάνω στο ολοπόρφυρο πρόσωπο, το πλούσιο στήθος π’ ανεβοκατέβαινε τρικυμισμένο και μια τα κίτρινα, σταυρωμένα χέρια του παιδιού της. Εκεί ήταν σμιγμένα η ζωή και ο θάνατος σ’ αταίριαστο ζευγάρι, η παγωμένη γαλήνη του θανάτου και ο δαρμός της ζωής, σπαραχτικό σύμπλεγμα, υψώνονταν, σαν έκφραση της πιο τραγικής αλήθειας του κόσμου. Κι’ ούτε ήξερες για ποιο να κλάψεις περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Για τα νιάτα που χάθηκαν και ήταν παγωμένα ή για τα νιάτα που σπαράζανε πάνω σ’ ένα άψυχο κορμί. Έβλεπε η μάνα και ούτε – «έξω από το σπίτι» – είπε, ούτε και την έσπρωξε. Μόνο τραβήχτηκε λίγο πιο πλάι κι έδωσε την πρώτη θέση στη νύφη της. Δίπλα στο κεφάλι του νεκρού. Αγκαλιάστηκαν τότε οι δυο γυναίκες με σπαραχτικές κραυγές κι αντάμωσαν τα δάκρυά τους. Το μεγάλο μίσος που γιόμιζε την καρδιά της μάνας, την ώρα εκείνη δεν εύρισκε τόπο να σταθεί. Ο θάνατος στάθηκε πάνω απ’ όλα. Μια στοργή και μια συμπόνια, απλώθηκαν στην καρδιά της, για κείνο το φτωχό πλάσμα που μοιραζότανε τον ασήκωτο πόνο της.

Όλα ήρθαν πολύ φυσικά από μόνα τους. Σαν γύρισαν από το μνήμα κι η γριά ήταν ένα κούτσουρο, μαζεμένη στη γωνιά, η Μαρία απόμεινε να τη φροντίσει. Πραγματική νοικοκυρά του σπιτιού μπαινόβγαινε κι’ ανεβοκατέβαινε τις σκάλες. Η γριά παρακολουθούσε την άτυχη μαυροντυμένη κοπέλα, γιομάτη στοργή κι ο πικραμός της γαλήνευε. Η ψυχή του θα χαίρεται – μουρμούριζε – που τη βλέπει στο σπίτι. Κάνανε και τα σαράντα. Έκλαψαν πάλι κι οι δυο.
Ύστερα η γριά, πήρε μια μέρα τη νύφη της, κατεβήκανε στην πόλη κι έγραψε το μεγάλο κτήμα στ’ όνομά της, κι ας μη το δεχότανε εκείνη. «Θέλω στο κτήμα π’ αγαπούσε ο Σπυράκος να μπαινοβγαίνεις μονάχα εσύ». Άνοιγε τώρα τη χαροκαμένη καρδιά της κι’ έλεγε και ξανάλεγε, όλη τη ζωή του χαμένου παιδιού της, από τα πρώτα μισολογάκια, ως τις στερνές λέξεις του. Η κοπέλα έκλαιγε κι’ ο πόνος της μάνας, λιγόστευε με τα πικρά μετανιώματα, για τ’ ανάξιο φέρσιμό της. – Μπορεί να της έκαναν και μάγια…. Μπορεί ….. η ζήλεια του κόσμου – Αλλιώς – συλλογιζότανε – δεν ξηγιέται εκείνος ο τρελός φόβος της αρρώστιας.

Η μοναδική κουβέντα τώρα ήταν αυτή. Όλο τα ίδια και τα ίδια. – Ξέρω, η ψυχούλα του χαίρεται που σε βλέπει σπίτι. Νιώθω πως είναι όλο κοντά μας. Δε χάνονται οι ψυχές, μάτια μου, δε χάνονται. Τα’ λεγε κι έβλεπε στο κενό, δυνατά κι επίμονα κι όλο ξεχώριζε τη σκιά του. Άπλωνε τα χέρια και την καλόλουζε . Ανάσαινε βαθειά και ρουφούσε μαζί με τον αέρα και κάτι από την παρουσία της. Η αγάπη κι ο πόνος, δυνατότεροι από το θάνατο, σε στιγμές που ο άνθρωπος υψώνεται πάνω απ’ τη μοίρα, τραβούσαν με τη δύναμή τους, την αγαπημένη σκιά σ’ ένα τραγικό ξεγέλασμα. «Δίπλα μας είναι παιδί μου, εδώ κοντά μας. Ακούω και τη φωνή του, σιγά, σιγά, να σε φωνάζει - Μαριγούλα – Να, τον βλέπω ν’ απλώνει τα χέρια».

Ανατρίχιαζε η κοπέλα. Ένα παγωμένο φίδι, περνούσε σ’ όλο το κορμί της. Ήταν σαν να την άγγιζε κρυφά, ο ίδιος ο θάνατος. Αισθανότανε πως δε ζούσαν πια μόνες. Μια κρύα σκιά τριγύριζε το σπίτι και τις νύχτες τριγύριζαν στους διαδρόμους αλλόκοτες οπτασίες.

Η Μαριγούλα που είχε φύγει τρέμοντας την αρρώστια, ήρθε τώρα και πάλευε με τα φαντάσματα και τη φωνή του πεθαμένου. Έξη μήνες έζησε με τη γριά και με την ψυχή του πεθαμένου. Ήταν ο καιρός του τρύγου. Η μάνα της Μαριγούλας, πέρασε μια μέρα και την πήρε να τη βοηθήσει στ’ αμπέλια. Λαμπερή και γλυκιά ήταν η μέρα. Τραγούδια αντιλαλούσαν απ’ όλες τις μεριές. Το χαρούμενο πανηγύρι του τρύγου ήταν πάνω στη δόξα του. Έμοιαζε με το φυλακισμένο που βρίσκει τη λευτεριά. Κοιτούσε σαν για πρώτη φορά. Ένα χρυσό ποτάμι έμπαινε ξαφνικά στην ψυχή της και ξέπλυνε τη μαυρίλα. Ο πόνος στριμώχτηκε σε μια γωνίτσα κυνηγημένος, η ανάμνηση πάλευε απεγνωσμένα με το φως κι όλο μάκραινε και ξεθώριαζε.

Η ζωή όρμησε στο αίμα της και μ’ όλα της τα δικαιώματα, αγκάλιαζε σφιχτά, τα είκοσι ανθισμένα χρόνια και τα τραβούσε κοντά της. Πόσο καινούργια φάνταζαν όλα, πόσο όμορφα ….. «Σε τρόμαξα Μαριγούλα; Ήρθα να σας βοηθήσω στο φόρτωμα». Γύρισε από την έκσταση της ψυχής της κι είδε τον Κωστάκη. Μαζί παίζανε μικρά, μαζί μεγάλωσαν. Πόσο άλλαξε τώρα. Πως έγινε …. Ένα γεροδεμένο παλικάρι με μαύρα φλογερά μάτια. Τρύγησαν όλη μέρα μαζί. Φόρτωσαν τα σταφύλια αντάμα κι έσμιξαν τα χέρια τους πολλές φορές καθώς γύριζαν τα σχοινιά. Γλυκό ρίγος περνούσε κάθε φορά στο κορμί της. Το βράδυ η Μαριγούλα γύρισε κατ’ ευθείαν στο σπίτι της μάνας της.
Σαν αστραποκαμένο δέντρο που το χτύπησαν οι θύελλες απόμεινε τώρα η πεθερά της μέσα στο έρημο σπίτι, αυτή κι’ η ψυχή του πεθαμένου. Έξω η ζωή τραβούσε το δρόμο της ανεμπόδιστη απ’ τους πόνους και τους θανάτους. Κυλούσε το ρέμα της παρασέρνοντας τα παλιά και κουβαλώντας όλο καινούργια. Άλλες πίκρες κι άλλες χαρές στο χωριό ήρθαν να σβήσουν τις πρώτες. 
Δίπλωσε ο χρόνος κι αρχίνησε ο δεύτερος. Κάποτε ακουστήκαν και τ’ αρραβωνιάσματα της Μαριγούλας με τον Κωστάκη. Όλοι το δέχτηκαν σαν κάτι φυσικό . Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Όλα τραβούσαν το δρόμο τους.
Αρχίνησε και η χαροκαμένη μάνα να βγαίνει και να φροντίζει τα παρατημένα κτήματα. Τα περασμένα κάνανε τόπο σ’ εκείνα που θάρθουν.
Παράξενα τώρα στο φλογισμένο μυαλό της, ερχότανε συνεχόμενα ο νεκρός γιος της.
Χόρευαν τρομαχτικά στο σκοτεινιασμένο νου της μια ο γιος της και μια η Μαριγούλα, νύφη πάλι, χαρούμενη, δίπλα σε κάποιον άλλον.

Δάγκωσε τα χέρια και τα δόντια γιόμισαν αίματα. Έφυγε κυνηγημένη από τους λογισμούς της. Γλιστρούσε μαύρη σκιά ανάμεσα από τα έρημα μονοπάτια κι έφτασε στο μεγάλο κτήμα που το είχε χαρίσει στη νύφη της. Έβγαλε από τη στέρνα νερό, έβρεξε το πρόσωπο κι ύστερα σύρθηκε αποκαμωμένη κι έπεσε ανάμεσα από τους πυκνούς φράχτες κοντά στη στέρνα. Άρχισε να σουρουπώνει. Ένα γλυκό μυστήριο τύλιγε τη φύση. Τα χόρτα μοσχοβολούσαν. Ακούστηκαν ανάλαφρα βήματα. Στα γύρω της στέρνας κάποιος ξεχώρισε. Φτερούγισμα καρδιάς, φούστας, κυμάτισε στο αεράκι.. Δυο άσπρα χέρια ανεβοκατέβαζαν το σκοινί. Ένα πάφλασμα γάργαρου νερού αντάμα μ’ ένα χαρούμενο σκοπό γιόμισε την ήσυχη περιοχή. Στο αντικρινό δέντρο τιτίβιζαν δυο ερωτευμένα πουλιά, ένα βατραχάκι φώναξε, ‘’κουάξ’’, και μια σαύρα πρασινοκίτρινη ζύγωσε χορεύοντας στο μουσκεμένο χόρτο να πιει νερό. Όλες αυτές οι ευτυχισμένες ζωούλες, δεν υποπτεύτηκαν τίποτε, από τα φρικτά φαντάσματα που χορεύανε εκεί δίπλα, μέσα σ’ ένα φλογισμένο μυαλό.

Τα χαμόκλαδα αργοσάλεψαν. Μια μαύρη σκιά σύρθηκε αθόρυβα ως την άκρη του νερού. Δυο κοκαλιάρικα χέρια απλώθηκαν στα γυμνά ρόδινα πόδια τ’ άρπαξαν με λύσσα, τα σήκωσαν ψηλά στη μέση της στέρνας και τα παράτησαν στο κενό.

Θα τυλίχτηκε το σκοινί στα πόδια και την τράβηξε μέσα. Το στόμα της στέρνας ήταν χαμηλό. Τη βρήκαν σε λίγες μέρες και την τράβηξαν. Καμιά άλλη σκέψη δε μπορούσε να χωρέσει. Τα πουλιά, η σαύρα, και το βατραχάκι που ζούσαν ευτυχισμένα γύρω στη στέρνα, δεν καταλάβαιναν τίποτε από τα πάθη και τους καημούς των ανθρώπων.

Το παραπάνω διήγημα απέσπασε το Α΄ Βραβείο διηγήματος του 7ου Διεθνούς Λογοτεχνικού διαγωνισμού 2018 της UNESCO Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος.

Μπεκιάρης Σταμάτης